δείσας

δείσας
δείσᾱς , δείδω
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
δείσᾱς , δεῖσα
slime
fem acc pl
δείσᾱς , δεῖσα
slime
fem gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λοχίζω — (Α) [λόχος] 1. ενεδρεύω, παραφυλάω 2. τοποθετώ κάποιον ως φύλακα σε ενέδρα («δείσας μὴ κυκλωθῇ λοχίζει ἐς ὁδόν τινα κοίλην και λοχμώδη ὁπλίτας», Θουκ.) 3. περιβάλλω με ενέδρες, περικυκλώνω κάποιο μέρος με άνδρες που ενεδρεύουν («λελοχισμένον… …   Dictionary of Greek

  • παρατυγχάνω — ΝΜΑ 1. παρευρίσκομαι τυχαία, συμβαίνει να είμαι παρών («παρατυχών τε τῷ λόγω καὶ δείσας μὴ ἀναγκασθῇ Ξέρξης», Ηρόδ.) 2. (η μτχ. αορ. β ) παρατυχών, ούσα, όν όποιος συνέπεσε να παρευρίσκεται, αυτός που παρουσιάστηκε πρώτος, ο τυχαίος, ο πρώτος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”